- διαβιβαστικός
- -ή, -ό (ΑΜ διαβιβαστικός, -ή, -όν)διαβιβαστήριοςαρχ.1. (ως γραμματικός όρος) ο μεταβατικός2. αυτός που προσφέρει ή παρέχει εύκολη διάβαση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαβιβαστικός — transitive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβιβαστικός — ή, ό ό,τι και όποιος χρησιμοποιείται ως μέσο για τη διαβίβαση: Προωθώ την αίτησή σου με συνοδευτικό διαβιβαστικό έγγραφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαβιβαστικά — διαβιβαστικός transitive neut nom/voc/acc pl διαβιβαστικά̱ , διαβιβαστικός transitive fem nom/voc/acc dual διαβιβαστικά̱ , διαβιβαστικός transitive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβιβαστικόν — διαβιβαστικός transitive masc acc sg διαβιβαστικός transitive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβιβαστικοῦ — διαβιβαστικός transitive masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβιβαστικῆς — διαβιβαστικός transitive fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)